- ανταποκτείνω
- ἀνταποκτείνω (Α)φονεύω κάποιον για εκδίκηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνταποκτενεῖ — ἀνταποκτείνω kill in return fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀνταποκτείνω kill in return fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποκτείνωσι — ἀνταποκτείνω kill in return aor subj act 3rd pl ἀνταποκτείνω kill in return pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταπέκτεινεν — ἀνταποκτείνω kill in return aor ind act 3rd sg ἀνταποκτείνω kill in return imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποκτενῶ — ἀνταποκτείνω kill in return fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποκτεῖναι — ἀνταποκτείνω kill in return aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποκτείναντες — ἀνταποκτείνω kill in return aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταποκτείνειν — ἀνταποκτείνω kill in return pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνταπέκτειναν — ἀνταποκτείνω kill in return aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και … Dictionary of Greek
ἀνταποκτείνας — ἀνταποκτείνᾱς , ἀνταποκτείνω kill in return aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)